Παράλληλη αναζήτηση
| 11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ελαφρο- [elafro] & ελαφρό- [elafró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & (λαϊκότρ.) αλαφρο- [alafro] & λαφρο- [lafro] & αλαφρό- [alafró] ή λαφρό- [lafró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· συνήθ. προσθέτει σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό τη σημασία: 1. (σε σύνθετα ονόματα) επιπόλαιος: ελαφρόλογος, ελαφρόμυαλος· ~μυαλιά· αλαφροΐσκιωτος, αλαφρόμυαλος, λαφρόμυαλος, λαφρομυαλιά. 2. (σε σύνθετα ρήματα) τη σημασία λίγο, μόλις και μετά βίας: ~κοιμάμαι, ~πατώ. 3. ελαφρός, όχι βαρύς, όχι σοβαρός: ~ποινίτης, ANT βαρυ-· ελαφρόποινος.
[αρχ. ἐλαφρο- θ. του επιθ. ἐλαφρό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ἐλαφρό-νους `ελαφρόμυαλος΄· μσν. αλαφρο- < ελαφρο- ( [e > a] κατά την εξέλ. ελαφρός > αλαφρός): μσν. αλαφρο-κέφαλος· μσν. λαφρο- θ. του επιθ. λαφρ(ός) -ο- < ελαφρός με αποβ. του αρχ. άτ. φων.: μσν. (παράγωγο) λαφρώνω]
- ελαφροκέφαλος, επίθ.,
- βλ. αλαφροκέφαλος.
- ελαφρομυαλιά η [elafromna
á] Ο24 : έλλειψη νοημοσύνης, σοβαρότητας και σύνεσης, ανοησία και επιπολαιότητα. [ελαφρόμυαλ(ος) -ιά]
- ελαφρόμυαλος -η -ο [elafrómnalos] Ε5 : (ως χλευαστικός χαρακτηρισμός προσώπου) που δείχνει έλλειψη νοημοσύνης, σοβαρότητας και σύνεσης· ανόητος και επιπόλαιος· κοκορόμυαλος.
[ελαφρο- + μυαλ(ό) -ος]
- ελαφρόνοια η [elafrónia] Ο27 : (λόγ.) ελαφρομυαλιά.
[λόγ. < ελνστ. ἐλαφρό(νους) `ελαφρόμυαλος΄ -νοια κατά το σχ.: άνους - άνοια]
- ελαφρόπετρα η [elafrópetra] Ο27 : είδος πορώδους ηφαιστειογενούς πετρώματος που χρησιμοποιείται ως λειαντικό μέσο, για την παραγωγή ελαφρών και μονωτικών οικοδομικών υλικών κτλ.: H ~ επιπλέει έως ότου όλοι οι πόροι της γεμίσουν με νερό. || κομμάτι από τέτοιο πέτρωμα (πέτρα) για την καθαριότητα του σώματός μας. || ως χλευαστικός χαρακτηρισμός προσώπου ελαφρόμυαλου, ανόητου και επιπόλαιου.
[ελαφρο- + πέτρα]
- ελαφρός, επίθ.,
- βλ. αλαφρός.
- ελαφρός -ιά -ό [elafrós] Ε2 λόγ. θηλ. και ελαφρά & ελαφρύς -ιά -ύ [ela frís] Ε7 : ANT βαρύς. 1α. που έχει μικρό βάρος και γι΄ αυτό εύκολα τον μετατοπίζουν ή τον σηκώνουν: Ελαφριά βαλίτσα. Ελαφρύ κιβώτιο / φορτίο. ~ σαν πούπουλο. (απαρχ. έκφρ.) γαίαν* έχοι ελαφράν. β. (ειδ. και συνήθ. στο συγκρ. βαθμό) που έχει μικρό ειδικό βάρος: Tο λάδι είναι πιο ελαφρύ / ελαφρύτερο από το νερό. γ. (για ενδύματα κτλ.) λεπτός: Ελαφρύ αλλά ζεστό πανωφόρι. Ελαφριά κουβέρτα. Ελαφριά παπούτσια. Ελαφρύ καλοκαιρινό κουστούμι. δ. (για κάθε είδους κατασκευές) που είναι κατασκευασμένος από ελαφριά υλικά ή που δίνει την εντύπωση του λεπτού ή του μικρού σε όγκο: Ελαφριά κατασκευή. Ελαφριά σκάλα. Kομψά και ελαφριά έπιπλα. Ελαφρύ κτίσμα. ε. (αθλ.): Πυγμάχος ελαφρών βαρών, ανάλογα με το βάρος του αθλητή. 2α. (για οχήματα, αεροσκάφη) που έχει σχετικά μικρό βάρος ή όγκο και γι΄ αυτό κινείται και ελίσσεται εύκολα: Γρήγορο, ελαφρύ αυτοκίνητο. Ελαφρύ μονοκινητήριο αεροσκάφος προσγειώθηκε ανώμαλα στο αεροδρόμιο. || Ελαφρύ τιμόνι αυτοκινήτου, που δεν απαιτεί πολύ δύναμη. β. (για οπλισμό κτλ.) που μεταφέρεται εύκολα, αλλά με σχετικά μικρότερη δύναμη καταστροφής: Ελαφρύς οπλισμός. Ελαφρά όπλα. Ελαφρύ πυροβόλο / κανόνι. Ελαφρύ πυροβολικό. Ελαφρά βιομηχανία*. γ. από τον οποίο εύκολα συνέρχεται κάποιος, εύκολα και γρήγορα καταφέρνει να έχει συνείδηση του περιβάλλοντος: Tου χορήγησαν ελαφριά νάρκωση. Aκούει τα πάντα γιατί έχει ελαφρύ ύπνο. (ευχή) ύπνο ελαφρό. 3. που εύκολα τον υπομένουν, που δεν είναι επαχθής. α. για εργασία που δεν προκαλεί ιδιαίτερη κούραση: Ελαφριές δουλειές. Ελαφριά προσπάθεια. || Ελαφριά ποινή. β. (για ασθένεια κτλ.) που δεν καταπονεί πολύ: Ελαφρά μορφή ασθένειας. Ελαφρύ κρυολόγημα. Ελαφρύς πόνος, ήπιος. Ελαφρά συμπτώματα νόσου. Ελαφρύ τραύμα, επιπόλαιο. γ. (για κλίμα) ήπιος: Ελαφρύ και υγιεινό κλίμα. Ελαφρύς χειμώνας. ANT δριμύς, βαρύς. δ. που δεν προσβάλλει έντονα τις αισθήσεις· μόλις αισθητός και γι΄ αυτό ευχάριστος: Ελαφριά μυρωδιά. Ελαφρύ άρωμα. Ελαφριά γεύση. Ελαφρύ αεράκι. || Ελαφρύ χάδι. Ελαφριά ειρωνεία, αδιόρατη. ΦΡ ελαφρύ χέρι*. ε. (για ποτά κτλ.) που περιέχει μικρή ποσότητα ορισμένου συστατικού του: ~ καφές. Ελαφρύ κρασί, που δε μας μεθά εύκολα. Γάλα ελαφρύ, με λίγα λιπαρά. || Ελαφριά φαγητά, ευκολοχώνευτα. || Ελαφρύ τσιγάρο. Ελαφρύ χαρμάνι καπνού. 4. (για καλλιτεχνικό, λογοτεχνικό έργο) που απευθύνεται στο ευρύτερο και όχι ιδιαίτερα απαιτητικό κοινό, στοχεύει περισσότερο στην απλή διασκέδαση και όχι σε μια υψηλή αισθητική απόλαυση: Ελαφρά μουσική. Ελαφρό λαϊκό τραγούδι. Ελαφρό θεάτρο. Δώσ΄ του κάτι πιο ελαφρύ να διαβάσει· αυτό δε θα το καταλάβει. 5. (για άνθρωπο) α. επιπόλαιος, ανόητος, αφελής, απερίσκεπτος: Είναι λίγο ελαφρύς, δεν κατάλαβε. β. (ειδ.): Ελαφρά ήθη, ελευθέρια. ANT αυστηρά: Γυναίκα ελαφρών ηθών. γ. που δε βαρύνεται από τύψεις, ενοχές: Έχω ελαφριά τη συνείδησή μου. Mε ελαφριά καρδιά, χωρίς ενοχές ή χωρίς ανησυχία για τυχόν κακές συνέπειες. (λόγ. έκφρ.) ελαφρά τη καρδία*.
ελαφρούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ α. αρκετά ή πολύ ελαφρύς. β. (ως χαρακτηρισμός προσώπου) ανόητος, ελαφρόμυαλος, χαζούλης. ελαφρά & ελαφριά ΕΠIΡΡ: Πιέζω ~, λίγο, με λίγη δύναμη. Tραυματίστηκε ~, επιπόλαια. ANT σοβαρά, βαριά. Nτύνομαι ~ / ελαφριά, με λίγα και ελαφρά ρούχα. ANT βαριά. Tρώω ~, λίγο ή ελαφρύ φαγητό. Kοιμάται ~ / ελαφριά, έχει ελαφρό ύπνο. ΦΡ παίρνω κτ. ~, το αντιμετωπίζω επιπόλαια, δεν του δίνω μεγάλη ή ιδιαίτερη σημασία. ελαφρώς ΕΠIΡΡ λίγο, κάπως: ~ καλύτερος. ελαφρούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ. [1-3, 5α, γ: αρχ. & λόγ. < αρχ. ελαφρός· 4, 5β: λόγ. σημδ. γαλλ. léger & γερμ. leicht· ελφρ(ός) μεταπλ. -ύς κατά το αντ. βαρύς· μσν. *ελαφρούτσικος (πρβ. μσν. επίρρ. λαφρούτσικα < ελαφρούτσικα με αποβ. του αρχικού άτ. φων.) < ελαφρ(ός) -ούτσικος· λόγ. < αρχ. ἐλαφρῶς]
- ελαφροτασσάρω.
-
- Φορολογώ ελαφρά:
- δεν σε έκαμεν η χώρα επίτροπον … να ελαφροτασσάρεις τους φίλους σου (Ρωσσέρ. 215).
[<επίρρ. ελαφρά + ιταλ. tassare]
- Φορολογώ ελαφρά:
- ελαφρότης η· ελαφρότητα.
-
- 1) Έλλειψη βάρους:
- Γιατί κατέχεις (ενν. Ψυχή) βέβαια την ελαφρότητά σου (Τζάνε, Κατάν. 55).
- 2) Έλλειψη σοβαρότητας, επιπολαιότητα:
- ελαφρότητα φρενών (Διγ. Gr. 2939).
[αρχ. ουσ. ελαφρότης. Ο τ. και σήμ.]
- 1) Έλλειψη βάρους:



