Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ελαφάκι
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ελαφάκι το· λαφάκι.
  • Μικρό ελάφι:
    • (Βοσκοπ. 6).

[<ουσ. ελάφι + κατάλ. άκι. Ο τ. στο Somav. και σήμ. κρητ. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go