Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελαττώ
8 εγγραφές [1 - 8]
[Λεξικό Κριαρά]
ελαττώ.
  • (Μέσ.)
    • 1) Γίνομαι ασθενικός:
      • Ει αρρωστίᾳ ελαττωθεί (ενν. ο ιέραξ) (Ορνεοσ. αγρ. 57113).
    • 2) Χάνομαι:
      • ουκ εφαίνοντο (ενν. δένδρα) μάλλον, αλλ’ ηλαττούντο (Βίος Αλ. 4265).

[αρχ. ελαττόω. Βλ. και ώνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελάττωμα το [elátoma] Ο49 : 1. (για πρόσ.) κακή ιδιότητα ή αδυναμία του χαρακτήρα και της συμπεριφοράς (σπανιότερα του σώματος)· κουσούρι, κακή συνήθεια. ANT προτέρημα: Έχει το ~ της φλυαρίας / να φλυαρεί. (γνωμ.) αγάπα το φίλο σου με τα ελαττώματά του. || Aνοιγόκλεινε τα μάτια του από αμηχανία και στο τέλος τού έμεινε ~. 2. (για πργ.) ατέλεια στην κατασκευή η οποία δυσχεραίνει τη χρήση του ή εμποδίζει την καλή λειτουργία του· κουσούρι: Για να χάνει στροφές η μηχανή κάποιο ~ θα έχει στον άξονά της.

[λόγ. < ελνστ. ἐλάττωμα, αρχ. σημ.: `κατωτερότητα΄]

[Λεξικό Κριαρά]
ελάττωμα το.
  • Μειονέκτημα:
    • (Καλλίμ. 14).

[αρχ. ουσ. ελάττωμα. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελαττωματικός -ή -ό [elatomatikós] Ε1 : (για πργ.) που έχει ελάττωμα: Ελαττωματική συσκευή / μηχανή. Ελαττωματικό προϊόν. Ελαττωματικά ανταλλακτικά. ~ μηχανισμός. Ελαττωματική κατασκευή. || Ελαττωματική διάπλαση του σώματος. Ελαττωματική όραση. || (ως ουσ.): Στην απέναντι πτέρυγα βρίσκονται τα ελαφρώς ελαττωματικά που είναι και φτηνότερα. ελαττωματικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. ελαττωματ- (ελάττωμα) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελαττωματικότητα η [elatomatikótita] Ο28 : η ιδιότητα του ελαττωματικού πράγματος· (πρβ. ατέλεια).

[λόγ. ελαττωματικ(ός) -ότης > -ότητα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελαττώνω [elatóno] -ομαι Ρ1 : κάνω κτ. να γίνει λιγότερο ή μικρότερο· μειώνω: ~ ποσό / ποσότητα / μέγεθος. ~ τα έξοδά μου / το κάπνισμα, περιορίζω.

[λόγ. < αρχ. ἐλασσῶ, αττ. διάλ. ἐλαττ(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Κριαρά]
ελαττώνω.
  • 1) Βλάπτω κ.:
    • όλα τα ελαττώσασιν αφότου εχωρίσαν από της Ρώμης εκκλησίας (Χρον. Μορ. H 812).
  • 2) (Μέσ.) στερούμαι, χάνω:
    • ουκ ελαττώθης τίποτες ποσώς εκ της τιμής σου (Λίβ. Esc. 3345).

[<ελαττώ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελάττωση η [elátosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ελαττώνω· μείωση: ~ ποσότητας. ~ εξόδων / εσόδων.

[λόγ. < αρχ. ἐλάττω(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες