Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελατοσίδηρος ο [elatosíδiros] Ο19 : σίδηρος που μπορούν να τον κατεργαστούν με έλαση για να παράγουν ελάσματα. ANT χυτοσίδηρος.
[λόγ. ελατ(ός) -ο- + σίδηρος]