Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ελαστικότητα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελαστικότητα η [elastikótita] Ο28 : η ιδιότητα του ελαστικού. 1. η ιδιότητα στερεού σώματος να μεταβάλλεται σε σχήμα ή σε διαστάσεις κάτω από την επίδραση μιας εξωτερικής δύναμης και να επανέρχεται στην αρχική του κατάσταση μόλις η δύναμη αυτή πάψει να ασκείται: H ~ ενός σώματος. Mικρή / μεγάλη ~. 2. (μτφ.) ενδοτικότητα σε βάρος ηθικών αρχών: ~ συνείδησης. || υποχωρητικότητα, διαλλακτικότητα: Οι προτάσεις του, παρά την ελαστικότητά τους, καταψηφίστηκαν. || έλλειψη αυστηρότητας· (πρβ. επιείκεια): Kρίνω / βαθμολογώ με ~. 3. (μτφ.): ~ οικονομικού μεγέθους.

[λόγ. ελαστικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go