Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελασματουργείο το [elazmaturjío] Ο39 : εργαστήριο ή εργοστάσιο παραγωγής ελασμάτων (και άλλων προϊόντων έλασης).
[λόγ. ελασματ- (έλασμα) + -ουργείον]