Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελαιών
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
ελαιών ‑ας ο.
  • Τόπος γεμάτος με ελιές, ελαιώνας:
    • υπάρχει ελαιών δασύς (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1596).
  • Η λ. (ας) σε τοπων.:
    • (Χρον. Μορ. H 1724).

[μτγν. ουσ. ελαιών. Η λ. (ας) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελαιώνας ο [eleónas] Ο2 : έκταση γης φυτεμένη με ελιές.

[λόγ. < ελνστ. ἐλαιών, αιτ. -ῶνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες