Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελαιόμετρο το [eleómetro] Ο42 : αραιόμετρο που χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της πυκνότητας των ελαίων.
[λόγ. ελαιο- 1 + -μετρον μτφρδ. γαλλ. oléomètre]



