Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ελαιόδεντρο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελαιόδεντρο το [eleóδendro] & ελαιόδενδρο το [eleóδenδro] Ο42 : (για σαφέστερη διατύπωση και σε επισημότερο ύφος) το δέντρο ελιά: Kτήμα με εκατό ελαιόδεντρα. H πυρκαγιά κατέστρεψε μεγάλο αριθμό ελαιόδεντρων.

[λόγ. ελαιο- 1 + δένδρον & προσαρμ. στη δημοτ. κατά το δένδρον > δέντρο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go