Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελαιοπαραγωγός -ός -ό [eleoparaγoγós] Ε16 : που παράγει ελιές και λάδι: ~ επαρχία / περιοχή. || (ως ουσ.) ο ελαιοπαραγωγός, κτηματίας που ασχολείται με την καλλιέργεια ελαιόδεντρων και την παραγωγή ελαιοκάρπου και ελαιολάδου: Συνεταιρισμός ελαιοπαραγωγών. Οι ελαιοπαραγωγοί διαμαρτύρονται για τις νέες τιμές του ελαιολάδου.
[λόγ. ελαιο- 1 + παραγωγός]



