Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ελαιοπαραγωγή
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελαιοπαραγωγή η [eleoparaγojí] Ο29 (χωρίς πληθ.) : η συνολική παραγωγή ελαιοκάρπου και ελαιολάδου σε ορισμένο τόπο: Mέθοδοι για την αύξηση και βελτίωση της ελαιοπαραγωγής.

[λόγ. ελαιο- 1 + παραγωγή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go