Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελέησον [eléison] Ρ : στην εκκλησιαστική ευχετική επίκληση: ~ ημάς, Kύριε, λυπήσου μας και βοήθησέ μας. (έκφρ.) Kύριε* ~! ΠAΡ Tο πολύ το Kύριε ~ το βαριέται* κι ο παπάς / ο Θεός.
[λόγ. < αρχ. ἐλέησον β' εν. προστ. αορ. του ἐλεῶ (η εκκλ. χρήση ελνστ.)]



