Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ελέγχω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελέγχω [eléŋxo] -ομαι Ρ αόρ. έλεγξα και (λόγ.) ήλεγξα, απαρέμφ. ελέγξει, παθ. αόρ. ελέγχθηκα, απαρέμφ. ελεγχθεί, μππ. ελεγμένος και ηλεγμένος* : 1α.ερευνώ κτ. για να βεβαιωθώ για την αλήθεια, την ορθότητά του, την αξία του, την ικανότητά του: ~ τα στοιχεία / τα εισιτήρια. ~ ένα συλλογισμό / ένα σχέδιο / μια εργασία. β. εξετάζω και ανασκευάζω. 2. περιορίζω, συγκρατώ, αναχαιτίζω: ~ την εξάπλωση της επιδημίας. H πυρκαγιά ελέγχεται. 3. επικρίνω, επιπλήττω: Δεν τον ελέγχει η συνείδησή του. 4. ενεργώ έτσι ώστε να μπορώ να διευθύνω, να κατευθύνω, να διευθετώ κτ.: ~ το αυτοκίνητο. Δεν ελέγχει την κατάσταση. 5. διοικώ, εξουσιάζω: Tα εχθρικά στρατεύματα ελέγχουν τη γύρω περιοχή. 6. (μτφ.) χαλιναγωγώ: Δεν ελέγχει τις πράξεις του / τα νεύρα του. 7. επιβλέπω, παρακολουθώ: Kαθόταν στη βεράντα, για να ελέγχει τα παιδιά που έπαιζαν στον κήπο.

[λόγ. < αρχ. ἐλέγχω και κατά τις σημ. της λ. έλεγχος]

[Λεξικό Κριαρά]
ελέγχω· ελέχω· ’λέγχω· ’λέχω.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Ελέγχω, κρίνω:
        • (Σπαν. A 57
      • β) (προκ. για τη συνείδηση):
        • (Σπαν. A 163).
    • 2) Ψέγω, κατακρίνω:
      • δίχως αφορμή μου τον ήθελες ’λέχει (Κατζ. Γ´ 64).
  • II. (Μέσ.) αυτοελέγχομαι (για παράλειψη)·
    • (πιθ.) παρακινώ τον εαυτό μου να κάνει κ.:
      • Ελέγχετο η καρδίτσα του να ιδεί τον αδελφόν του (Χρον. Τόκκων 3010).

[αρχ. ελέγχω. Οι τ. ελέχω και ’λέχω και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες