Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ελάτινος, επίθ.
-
- Έκφρ. δένδρα ελάτινα = έλατα:
- (Ιερόθ. Αββ. 333).
[αρχ. επίθ. ελάτινος. Η λ. και σήμ.]
- Έκφρ. δένδρα ελάτινα = έλατα:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ελάτινος -η -ο [elátinos] Ε5 : που είναι κατασκευασμένος από έλατο, από ξύλο ελάτου· ελατένιος, ελατίσιος: Ελάτινο ξύλο, ελατόξυλο. Kαλύβα από ελάτινα κλαριά. Ελάτινες σανίδες. Ελάτινο κουπί. Ελάτινη σούβλα.
[λόγ. < αρχ. ἐλάτινος]



