Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκχωματίζω [ekxomatízo] -ομαι Ρ2.1 : αφαιρώ χώμα από μια έκταση εδάφους (για ισοπέδωση ή εκβάθυνσή της). ANT επιχωματίζω, επιχωματώνω.
[λόγ. εκ- χωματ- (χώμα) -ίζω]



