Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκχυλίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκχυλίζω [ekxilízo] -ομαι Ρ2.1 : (χημ., τεχνολ.) εφαρμόζω την τεχνική της εκχύλισης, υποβάλλω μια πρώτη ύλη σε εκχύλιση: ~ βότανα. || Εκχυλιζόμενες ουσίες, που παράγονται με την τεχνική της εκχύλισης.

[λόγ. < αρχ. ἐκχυλίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go