Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκφύομαι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκφύομαι [ekfíome] Ρ9β (μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) φυτρώνω από κάπου ή από κτ.

[λόγ. < αρχ. ἐκφύομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες