Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκφόρτιση η [ekfórtisi] Ο33 : (τεχν.) αφαίρεση ή απώλεια του ηλεκτρικού φορτίου από ένα φορτισμένο σώμα (συσσωρευτή, πυκνωτή ή άλλη συσκευή, όπου έχει αποθηκευτεί ενέργεια)· αποφόρτιση. ANT φόρτιση.
[λόγ. εκφορτι- (εκφορτίζω) -σις > -ση]



