Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκφόρτιση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκφόρτιση η [ekfórtisi] Ο33 : (τεχν.) αφαίρεση ή απώλεια του ηλεκτρικού φορτίου από ένα φορτισμένο σώμα (συσσωρευτή, πυκνωτή ή άλλη συσκευή, όπου έχει αποθηκευτεί ενέργεια)· αποφόρτιση. ANT φόρτιση.

[λόγ. εκφορτι- (εκφορτίζω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go