Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκφυλιστικός -ή -ό [ekfilistikós] Ε1 : 1. (ιατρ.) για ό,τι αποτελεί αιτία, ένδειξη ή αποτέλεσμα εκφύλισης: Εκφυλιστικοί παράγοντες. Εκφυλιστικά σημεία. Εκφυλιστικές ασθένειες / παθήσεις. Εκφυλιστική ατροφία. 2. που είναι συνακόλουθο ή επακόλουθο εκφυλισμού: Εκφυλιστικά φαινόμενα.
εκφυλιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. εκφυλισ- (εκφυλίζω) -τικός]



