Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκφορτωτής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκφορτωτής ο [ekfortotís] Ο7 : εργάτης που εκτελεί εκφορτώσεις· φορτοεκφορτωτής.

[λόγ. εκφορτω- (δες εκφορτώνω) -τής]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go