Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκφορτίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκφορτίζω [ekfortízo] -ομαι Ρ2.1 : (τεχν.) αφαιρώ ή χάνω το ηλεκτρικό φορτίο· αποφορτίζω. ANT φορτίζω: Εκφορτίστηκε η μπαταρία.

[λόγ. ενεργ. < ελνστ. ἐκφορτίζομαι `ξεφορτώνω΄ κατά τη σημ. της λ. φορτίο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go