Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκφοβιστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκφοβιστικός -ή -ό [ekfovistikós] Ε1 : που γίνεται για να προκαλέσει φόβο, για εκφοβισμό: Εκφοβιστικά πυρά. ~ πυροβολισμός. εκφοβιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. εκφοβισ- (εκφοβίζω) -τικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go