Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκφασισμός ο [ekfasizmós] Ο17 : η επικράτηση φασιστικών αντιλήψεων και μεθόδων στην κοινωνική και πολιτική ζωή.
[λόγ. εκ- φασ(ιστής) -ισμός κατά το εκδημοκρατισμός]



