Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εκτύπωμα το.
-
- 1) Ανάγλυφη εικόνα· (ζωγραφική) παράσταση:
- (Βίος Αλ. 389)·
- εικόνων εκτυπώματα (Παϊσ., Ιστ. Σινά 846).
- 2) Μορφή, σχήμα:
- είδος εις εκτύπωμα σκώληκος (Κυνοσ. 59021).
- 3) Συμβόλαιο:
- έστειλαν πρέσβεις, … ανανεούντες τα προγεγραμμένα εκτυπώματα (Δούκ. 3337).
[αρχ. ουσ. εκτύπωμα]
- 1) Ανάγλυφη εικόνα· (ζωγραφική) παράσταση:



