Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκτύλωση η [ektílosi] Ο33 : (λόγ.) η αφαίρεση κάλων (τύλων).
[λόγ. < μσν. εκτύλωσις < ελνστ. ἐκτυλω- (ἐκτυλῶ) `αφαιρώ κάλο΄ -σις > -ση]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < μσν. εκτύλωσις < ελνστ. ἐκτυλω- (ἐκτυλῶ) `αφαιρώ κάλο΄ -σις > -ση]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |