Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκτόνωση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκτόνωση η [ektónosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκτονώνω. 1. εξασθένηση εσωτερικής φυσικής δύναμης με τη σταδιακή και ελεγχόμενη απελευθέρωσή της: ~ πίεσης. ~ αερίων. 2. εξασθένηση, χαλάρωση: ~ της πολιτικής έντασης. Πολιτική εκτόνωση. ~ δυσαρέσκειας / οργής.

[λόγ. εκτονω- (δες εκτονώνω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go