Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκτυφλωτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκτυφλωτικός -ή -ό [ektiflotikós] Ε1 : που είναι τόσο έντονα λαμπρός ή φωτεινός, ώστε να εμποδίζει την όραση· εκθαμβωτικός1: Εκτυφλωτικό φως. Εκτυφλωτική λάμψη. ~ προβολέας. || (μτφ.): Εκτυφλωτική ομορφιά. εκτυφλωτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἐκτυφλω- (ἐκτυφλῶ) `τυφλώνω τελείως΄ -τικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go