Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκτροχιάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκτροχιάζω [ektroxiázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. (συνήθ. παθ.) βγάζω ένα όχημα που κινείται πάνω σε σιδηροτροχιές έξω από την τροχιά του: Aμαξοστοιχία εκτροχιάστηκε λόγω υπερβολικής ταχύτητας. 2. (μτφ., παθ.) απομακρύνομαι από τη σωστή ή την αρμόζουσα συμπεριφορά· παρεκτρέπομαι.

[λόγ. εκ- τροχ(ός) -ιάζω μτφρδ. γαλλ. dérailler]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες