Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκτραχηλισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκτραχηλισμός ο [ektraxilizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκτραχηλίζομαι, η εκτροπή σε απρεπή και ασύδοτη συμπεριφορά: Ο ~ του εκλογικού αγώνα αποτελεί κίνδυνο για το δημοκρατικό πολίτευμα. Ο ~ των ηθών, αποχαλίνωση.

[λόγ. εκτραχηλισ- (εκτραχηλίζομαι) -μός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go