Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκτρέπω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκτρέπω [ektrépo] -ομαι Ρ αόρ. εξέτρεψα, απαρέμφ. εκτρέψει, παθ. αόρ. εκτράπηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και εξετράπη, εξετράπησαν, απαρέμφ. εκτραπεί : 1. βγάζω κτ. έξω από την κανονική, τη φυσική ή την αρχική πορεία του: ~ τη ροή / το ρεύμα ποταμού. 2. (παθ.) α. βγαίνω έξω από την πορεία μου: Aυτοκίνητο εξετράπη από την πορεία του και έπεσε σε γκρεμό. β. (μτφ.) παρασύρομαι σε ενέργειες απρεπείς και ανάρμοστες: Οι συζητητές εξετράπησαν σε ύβρεις· (πρβ. παρεκτρέπομαι). Οι διαδηλωτές εξετράπησαν σε βιαιότητες και βανδαλισμούς.

[λόγ. < αρχ. ἐκτρέπω]

[Λεξικό Κριαρά]
εκτρέπω· εχτρέπω.
  • I. Ενεργ.
    • 1) Μετατρέπω, αλλάζω:
      • (Διγ. Gr. 3302).
    • 2) Καταστρέφω:
      • (Ιων. III 4).
    • 3) Παρασύρω:
      • (Σπαν. O 238).
    • 4) Βγάζω από τα λογικά, τρελαίνω:
      • (Σαχλ. N 272).
    • 5) Τρέπω σε φυγή:
      • τους εχθρούς εκτρέπει (Σπαν. (Λάμπρ.) Va 501).
    • 6) Νικώ, υποτάσσω:
      • (Διγ. Z 4160).
  • II. (Μέσ.) παρεκτρέπομαι:
    • η αγάπη είναι σιμά στον άνθρωπον όπου δεν εξετράπη (Διακρούσ. 1194).

[αρχ. εκτρέπω. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες