Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκτομή η [ektomí] Ο29 : αφαίρεση με τομή.
[λόγ. < ελνστ. ἐκτομή, αρχ. σημ.: `ευνουχισμός΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- εκτομή η.
-
- Κόψιμο:
- των τριχών την εκτομήν (Καλλίμ. 1491).
[αρχ. ουσ. εκτομή]
- Κόψιμο:



