Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκτο
27 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκτο- [ekto] & εκτό- [ektó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (επιστ.) α' συνθετικό σε σύνθετα κυρίως ουσιαστικά· συνήθ. προσθέτει σ΄ αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό τη σημασία έξω, εξωτερικός: (ζωολ.) εκτόδερμα, εκτόπλασμα. || (ιατρ.) για εκτόπιση ή για ανωμαλία: ~καρδία, εξωκαρδία· (πρβ. εξω-).

[λόγ. < διεθ. ecto- < αρχ. επίρρ. ἐκτό(ς) `έξω (από)΄ ως α' συνθ.: εκτό-καρπον, εκτο-καρδία < γαλλ. ectocarpe, ectocardie, εκτο-παράσιτο < διεθ. ecto- + parasite]

[Λεξικό Κριαρά]
εκτολμώ.
  • Τολμώ:
    • (Θεολ., Τζίρ. 3578).

[μτγν. εκτολμάω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκτομή η [ektomí] Ο29 : αφαίρεση με τομή.

[λόγ. < ελνστ. ἐκτομή, αρχ. σημ.: `ευνουχισμός΄]

[Λεξικό Κριαρά]
εκτομή η.
  • Κόψιμο:
    • των τριχών την εκτομήν (Καλλίμ. 1491).

[αρχ. ουσ. εκτομή]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκτονώνω [ektonóno] -ομαι Ρ1 : 1. εξασθενίζω μια εσωτερική φυσική δύναμη με σταδιακή και ελεγχόμενη απελευθέρωσή της: Εκτονώνεται η εσωτερική πίεση, όταν επιτυγχάνεται η διαφυγή αερίων. 2. μειώνω την ένταση ενός συναισθήματος που ωθεί σε επιθετική ή βίαιη συμπεριφορά, επιτρέποντας τη σταδιακή και ελεγχόμενη εκδήλωσή του: ~ την οργή μου / το μίσος μου. Tην έβρισε για να εκτονωθεί. || Ύστερα από τις μεσολαβητικές προσπάθειες του εκπροσώπου του ΟHΕ εκτονώθηκε η κρίση στη M. Aνατολή.

[λόγ. < μσν. εκτον(ώ) -ώνω `χαλαρώνω΄ < εκ- τόν(ος) -ώ & σημδ. γαλλ. détendre]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκτόνωση η [ektónosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκτονώνω. 1. εξασθένηση εσωτερικής φυσικής δύναμης με τη σταδιακή και ελεγχόμενη απελευθέρωσή της: ~ πίεσης. ~ αερίων. 2. εξασθένηση, χαλάρωση: ~ της πολιτικής έντασης. Πολιτική εκτόνωση. ~ δυσαρέσκειας / οργής.

[λόγ. εκτονω- (δες εκτονώνω) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκτονωτικός -ή -ό [ektonotikós] Ε1 : που συντελεί στην εκτόνωση, που επιφέρει εκτόνωση ή που γίνεται για εκτόνωση.

[λόγ. εκτονω- (δες εκτονώνω) -τικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκτόξευση η [ektóksefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκτοξεύω. 1. ρίψη, πέταγμα προς ορισμένη κατεύθυνση και με μεγάλη δύναμη: ~ νερού. || (ειδικότ.) για σώμα που κινείται με τη βοήθεια προωθητικού μέσου: ~ βλήματος / πυραύλου / διαστημικού οχήματος. 2. (μτφ.) λεκτική επίθεση εναντίον κάποιου: Συνέχισε την επίθεσή του με ~ ύβρεων και απειλών. 3. (μτφ.) υπερβολική και απότομη αύξηση, άνοδος: ~ των τιμών.

[λόγ. εκτοξεύ(ω) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκτοξευτήρας ο [ektokseftíras] Ο2 : συσκευή, όργανο κτλ. που χρησιμοποιείται για εκτόξευση: ~ αντιαρματικών βλημάτων / ρουκετών.

[λόγ. εκτοξεύ(ω)1 -τήρ > -τήρας]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκτοξευτής ο [ektokseftís] Ο7 : εκτοξευτήρας.

[λόγ. εκτοξεύ(ω)1 -τής]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες