Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκτιμητής ο [ektimitís] Ο7 θηλ. εκτιμήτρια [ektimítria] Ο27 : α. αυτός που κάνει εκτιμήσεις, που, κατά τη δική του εμπειρία και κρίση, αναλαμβάνει να προσδιορίσει την υλική (χρηματική) αξία ενός πράγματος: Tο δικαστήριο τον διόρισε ως εκτιμητή των ζημιών. ~ έργων τέχνης. ~ ακινήτου. β. αυτός που κρίνει και αποφαίνεται για τη σημασία γεγονότων, καταστάσεων κτλ.: Οι πολιτικοί εκτιμητές αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στο προσεχές ταξίδι του πρωθυπουργού.
[λόγ. εκτιμη- (εκτιμώ) -τής· λόγ. εκτιμη(τής) -τρια]



