Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εκτεθειμένος -η -ο [ekteθiménos] Ε3 : α.(για πργ. ή πρόσ.) που τον έχουν αφήσει χωρίς κάλυψη ή προστασία, ώστε να δέχεται την επίδραση ενός εξωτερικού παράγοντα: ~ στον άνεμο / στην υγρασία. ~ σε κίνδυνο. β. (για πρόσ.) που έχει υποστεί κάποια ηθική μείωση, επειδή δεν εκπλήρωσε ακόμη υπόσχεση, υποχρέωση κτλ.: Είμαι / αισθάνομαι ~ απέναντί σας.
[λόγ. μππ. του αρχ. ρ. ἐκτίθημι `τοποθετώ έξω, εκθέτω δημόσια΄ μτφρδ. γαλλ. exposé]



