Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκρέω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκρέω [ekréo] Ρ αόρ. εξέρρευσα, απαρέμφ. εκρεύσει : (λόγ.) (για υγρό) ρέω, χύνομαι προς τα έξω. ANT εισρέω. || (για ποταμό) εκβάλλω, χύνομαι.

[λόγ. < αρχ. ἐκρέω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go