Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκπωμάτιση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκπωμάτιση η [ekpomátisi] Ο33 : αφαίρεση πώματος από φιάλη, αγγείο κτλ.

[λόγ. εκπωματι- (εκπωματίζω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go