Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκπροσώπου
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
εκπροσώπου, επίρρ.
  • Από μέρους:
    • στείλας ευθύς ως εκπροσώπου του πατρός προσεκαλέσατο (Ψευδο-Σφρ. 2223).

[<συνεκφ. εκ προσώπου (μτγν.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go