Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκπορνεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκπορνεύω [ekpornévo] -ομαι Ρ5.1 : 1.εξωθώ κπ. στην πορνεία. 2. (συνήθ. μτφ.) ευτελίζω κτ. που έχει ηθική αξία, χρησιμοποιώντας το για σκοπούς κατώτερους, ιδιοτελείς, ευτελείς κτλ.: Εκπορνεύουν την επιστήμη / την τέχνη / την αρετή.

[λόγ. < ελνστ. ἐκπορνεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go