Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκπορθώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκπορθώ [ekporθó] -ούμαι Ρ10.9 : κυριεύω οχυρωμένο τόπο (κάστρο, φρούριο κτλ.) με επίθεση: ~ ένα κάστρο / τα τείχη μιας πόλης / μια πόλη. || (μτφ.): Εκπόρθησε την καρδιά της, την κατέκτησε ερωτικά παρά την αντίστασή της.

[λόγ. < αρχ. ἐκπορθῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες