Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκπορεύομαι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκπορεύομαι [ekporévome] Ρ5.1β : (λόγ.) απορρέω, πηγάζω, προέρχομαι. || (θεολ.) για το Άγιο Πνεύμα: Kατά την Aνατολική εκκλησία το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται από τον Πατέρα.

[λόγ. < ελνστ. ἐκπορεύομαι, αρχ. σημ.: `βαδίζω προς τα έξω΄]

[Λεξικό Κριαρά]
εκπορεύομαι.
  • (Θεολ., προκ. για το Άγιο Πνεύμα) εκπορεύομαι:
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 20v).

[αρχ. εκπορεύομαι. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες