Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκπολιτισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκπολιτισμός ο [ekpolitizmós] Ο17 : η διαδικασία και το αποτέλεσμα του εκπολιτίζω· μετάδοση ανώτερου πολιτισμού σε λαό ή σε χώρα πολιτιστικά κατώτερη: Ο ~ των βαρβάρων. Mε το πρόσχημα του εκπολιτισμού, επέβαλαν την εξουσία τους στους ιθαγενείς.

[λόγ. εκπολιτισ- (εκπολιτίζω) -μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες