Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκπολιτίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκπολιτίζω [ekpolitízo] -ομαι Ρ2.1 : μεταδίδω σε κπ. (λαό, χώρα κτλ.) το δικό μου ανώτερο πολιτισμό, τον κάνω να αποκτήσει ή να αναπτύξει ανώτερο πολιτισμό.

[λόγ. εκ- πολιτ(ισμός) -ίζω μτφρδ. γαλλ. civiliser, policer (< υστλατ. politia < αρχ. πολιτεία)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go