Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκπηγάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκπηγάζω [ekpiγázo] Ρ2.1α : (λόγ.) πηγάζω από κάπου, συνήθ. μτφ.· απορρέω.

[λόγ. εκ- πηγ(ή) -άζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες