Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκπίπτω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκπίπτω [ekpípto] Ρ αόρ. εξέπεσα, απαρέμφ. εκπέσει : (λόγ.) α. (για πρόσ.) χάνω μια υψηλή θέση, ένα αξίωμα: Έχει εκπέσει από το βουλευτικό αξίωμα. || (νομ.) χάνω δικαίωμα: Ο οφειλέτης που δεν εκπλήρωσε την υποχρέωσή του εκπίπτει από τα συμβατικά δικαιώματά του. H μητέρα καλείται αυτοδικαίως στην επιτροπεία του τέκνου, αν ο πατέρας εξέπεσε από την πατρική εξουσία. β. χάνω την ηθική αξία, το ηθικό κύρος μου: Zούμε σε μια εποχή παρακμής, όπου όλα, αξίες, αρχές, ιδανικά, έχουν εκπέσει απελπιστικά. γ. (για χρηματικά ποσά) αφαιρούμαι από το τελικό ποσό ενός λογαριασμού: Aπό το ολικό χρέος εκπίπτει ποσοστό 8%. Οι δαπάνες για ιατρική περίθαλψη εκπίπτουν από το συνολικό ετήσιο εισόδημα και δε φορολογούνται. δ. (γραμμ.) για φθόγγο ή για συλλαβή που, κατά την εκφορά λέξης, αποσιωπάται, που παθαίνει έκπτωση.

[λόγ. < αρχ. ἐκπίπτω (δ: σημδ. γερμ. ausfallen)]

[Λεξικό Κριαρά]
εκπίπτω.
  • 1) Πέφτω·
    • (μεταφ.):
      • εις κόλασιν … εκπίπτεις (Σπαν. A 79 κριτ. υπ).
  • 2) (Προκ. για λόγο) ξεφεύγω:
    • Ειδέ … λόγος εξεπέσει τον εκ της ολιγωρίας … (Προδρ. ΙV 251).
  • 3) (Προκ. για αρραβώνα) χάνω (τα δώρα):
    • (Ελλην. νόμ. 52730).
  • 4) Πέφτω στα χέρια κάπ.:
    • ιχθύς … εκπίπτουσιν αλιέων τας χείρας (Φυσιολ. (Legr.) 135).

[αρχ. εκπίπτω. Βλ. και ξεπέφτω. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες