Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκνευρισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκνευρισμός ο [eknevrizmós] Ο17 : η ψυχική κατάσταση εκείνου που έχει εκνευριστεί· παροδική διέγερση του νευρικού συστήματος και διαταραχή της ψυχικής ηρεμίας: Πάνω στον εκνευρισμό μου είπα βαριές κουβέντες. Aπό τον εκνευρισμό μου δεν ήξερα τι έλεγα.

[λόγ. < μσν. εκνευρισμός `κόψιμο των τενόντων΄ < εκνευρισ- (εκνευρίζω) -μός κατά την αλλ. της σημ. του εκνευρίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες