Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκναυλώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκναυλώνω [eknavlóno] -ομαι Ρ1 : εκμισθώνω πλοίο, παραχωρώ σε κπ. το δικαίωμα χρήσης του, έναντι ναύλου.

[λόγ. εκ- ναύλ(ος) -ώ > -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες