Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκμοντερνισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκμοντερνισμός ο [ekmodernizmós] Ο17 : α.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκμοντερνίζω: Ο ~ των παλιών κτιρίων. β. εκσυγχρονισμός, συνήθ. επιφανειακός: Προσπάθεια εκμοντερνισμού των παραδοσιακών κομμάτων.

[λόγ. εκμοντερνισ- (εκμοντερνίζω) -μός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go