Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εκμηδενισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκμηδενισμός ο [ekmiδenizmós] Ο17 : το αποτέλεσμα του εκμηδενίζω (συνήθ. με υπερβολή)· εκμηδένιση. α. ολοσχερής εξάλειψη: Ο ~ των αποστάσεων / των διαφορών. β. ολοσχερής συντριβή, εξουδετέρωση: ~ των αντιπάλων / του εχθρού. || συντριβή, σύνθλιψη: ~ της προσωπικότητας.

[λόγ. εκμηδενισ- (εκμηδενίζω) -μός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go