Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκμανθάνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκμανθάνω [ekmanθáno] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) μαθαίνω κτ. ως το τέλος, πλήρως, πολύ καλά.

[λόγ. < αρχ. ἐκμανθάνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες