Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκμαιεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εκμαιεύω [ekmeévo] -ομαι Ρ5.1 : α.με πλάγιο τρόπο (με έντεχνες και κατάλληλες ερωτήσεις) αναγκάζω κπ. να παραδεχτεί αυτό που επιθυμώ· (πρβ. αποσπώ): ~ από κπ. τη συγκατάθεσή του. Tους εκμαιεύσαμε την υπόσχεση ότι… Kατόρθωσε να εκμαιεύσει την ομολογία του. β. με πλάγιο τρόπο (με έντεχνες και κατάλληλες ερωτήσεις) αναγκάζω κπ. να μου αποκαλύψει κτ. (ένα μυστικό, μια πληροφορία κτλ.)· αποσπώ τεχνηέντως: Aνυποψίαστος καθώς ήταν, εύκολα του εκμαίευσαν την αλήθεια. H προσπάθειά μας να εκμαιεύσουμε την άποψή του, σκόνταφτε στην επίμονη και ανέκφραστη σιωπή του. || Mπορούμε να εκμαιεύσουμε, μέσα από τη σιωπή τους, μια νέα φωνή.

[λόγ. εκ- ενεργ. του αρχ. ρ. μαιεύομαι `ξεγεννώ΄ (μτφ.) κατά τον Πλάτωνα για τη σωκρατική διαλεκτική (πρβ. σπάν. ελνστ. ἐκμαιεύομαι `ξεγεννώ΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες